- βαρύψυχος
- -η, -ο (AM βαρύψυχος, -ον)μσν.- νεοελλ.βαρύσωμοςαρχ.βαρύθυμος, σκυθρωπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
βαρυψύχου — βαρυψύ̱χου , βαρύψυχος heavy of soul masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυψύχους — βαρυψύ̱χους , βαρύψυχος heavy of soul masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)